βουλευτάς

βουλευτάς
βουλευτά̱ς , βουλευτής
councillor
masc acc pl
βουλευτά̱ς , βουλευτής
councillor
masc nom sg (epic doric aeolic)
βουλευτά̱ς , βουλευτός
devised
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • BULEUTAE — in civitatibus olim Graeciae Asiaeque, Senatores et Decuriones quibusdam fuisse videntur, confusâ utriusque linguae proprietate. Certe Decuriones fuisse hinc firmat Anton. Augustinus l. sing. ad Modestinum, quod Iustinianus, cum duas… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ένδον — (AM ἔνδον) επίρρ. μέσα, εσωτερικά («κραδίη... ἔνδον ὑλάκτει») αρχ. 1. (ιδίως) μέσα στο σπίτι («ἔνδον κατακρύπτων ἑαυτόν», Πλούτ.) 2. μέσα στη Βουλή («βουλευτάς ὄντας καὶ καθημένους ἔνδον») 3. (με δοτ.) αντί τής πρόθ. ἐν («ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ»,… …   Dictionary of Greek

  • δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… …   Dictionary of Greek

  • κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”